- ἀδώτης
- ἀδώτηςnon-givermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδώτης — ἀδώτης, ο (Α) αυτός που δεν δίνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δώτης < δίδωμι] … Dictionary of Greek
ἀδώτην — ἀδώτης non giver masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδώτῃ — ἀδώτης non giver masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιοδώτης — και βιοδώτωρ, ο (θηλ. βιοδώτις, ιδος, η) (Α) ο βιοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + δώτης < δίδωμι (πρβλ. αδώτης)] … Dictionary of Greek